Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Ή Θεολογία τού Τέμπλου

  Τί  εἶναι τέμπλο – ὁρισμός
     Τὸ τέμπλο ἢ ἀλλιῶς φράγμα τοῦ πρεσβυτερίου ἢ μέγα εἰκονοστάσι ἢ ἁπλά εἰκονοστάσιο εἶναι ἕνα βυζαντινῆς καταγωγῆς ἀρχιτεκτονικὸ μοτίβο, τὸ ὁποῖο εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ τὸν τοῖχο ὁ ὁποῖος διαχωρίζει τὸ Ἅγιο Βῆμα ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ καὶ ἐπ’ αὐτοῦ βρίσκονται σήμερα οἱ Δεσποτικὲς καὶ ἄλλες ἱερὲς εἰκόνες.
     Ἔτσι ὀνομάζεται στοὺς ὀρθοδόξους ἱεροὺς ναοὺς μία ξύλινη ἢ μαρμάρινη κατασκευή, ἡ ὁποία χωρίζει τὸν κυρίως ναὸ ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα. Τὸ Ἱερὸ Βῆμα, χῶρος «ἄβατος» καὶ πολὺ ἱερός, φράσσεται καὶ προστατεύεται ἀρχικὰ μὲ τὴν κατασκευὴ αὐτή,  ἕνα χαμηλὸ δηλαδὴ κιγκλίδωμα, τὸ ὁποῖο προοδευτικὰ ὑψώνεται καὶ εἶναι γνωστὸ ὡς φράγμα Πρεσβυτερίου, Τέμπλο ἢ καὶ Εἰκονοστάσι (ἀργότερα)… Ἡ κατασκευὴ αὐτὴ δύναται νὰ παραλληλισθεῖ μὲ ἀνάλογα κιγκλιδώματα σὲ ταφικὰ μνημεῖα -καὶ ἰδιαίτερα στοὺς τάφους μαρτύρων- τὰ ὁποῖα εἶχαν ὡς κύριο σκοπὸ ἀφενὸς τὴ διαφύλαξη τῆς ἱερότητος τοῦ χώρου τῶν Μαρτυρίων-Ναῶν, καὶ ἀφετέρου τὴν τοποθέτηση προσκυνηματικῶν ἱερῶν Εἰκόνων (πρβλ. καὶ τὸν ὅρο «Εἰκονοστάσιον», ὁ ὁποῖος βέβαια ἐπικρατεῖ ἀργότερα, 11ος αἰ.).
       Τὸ τέμπλο ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ κομμάτια τὰ ὁποῖα τὸ συνθέτουν· τὰ μέρη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται τὸ φράγμα τοῦ πρεσβυτερίου εἶναι: α) τὸ ἐπιστύλιο μὲ εἰκόνες ποὺ παριστάνουν σκηνὲς ἀπὸ τὸ Δωδεκάορτο  (τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ τέμπλου), β) τὶς Δεσποτικὲς εἰκόνες ποὺ παριστάνουν τὴν Παναγία, τὸν Χριστό, τὸν  Ἅγιο στὸν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναὸς καὶ τὴν Δέηση γ), τὰ βημόθυρα μὲ παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ Ἁγίους.   Η κεντρική τοῦ θύρα ὀνομάζεται Ὡραία Πύλη, ἐνῷ οἱ πλαϊνὲς παραπόρτια. Πρὶν ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη ὑπάρχει ὁ σολέας, ἕνα εἶδος ὑπερυψωμένου διαδρόμου πανω στὸν ὁποῖο γίνεται η μετάληψη τῶν πιστῶν. Ὁ σολέας συμβολίζει τὸν ποταμὸ τοῦ πυρός, ὁ ὁποῖος διαχωρίζει τοὺς δίκαιους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Στὶς σειρὲς τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου οι ἱερὲς μορφὲς τοποθετοῦνται μὲ ἁρμονικὴ τάξη καὶ αὐστηρὴ συνέπεια.
       Οἱ μορφὲς τοῦ φράγματος - τέμπλου ποικίλλουν ἀναλογα με τὶς  ἐποχὲς καὶ  τὴν  ἐξέλιξη  τῆς  λατρείας. Ὑπάρχουν τρεῖς  κυρίως κατηγορίες τέμπλου: α) μαρμάρινο (κυρίως τὸν 4ο μὲ 5ο αἰώνα), β) ξυλόγλυπτο, κατασκευασμένο δηλαδὴ ἀπὸ ξύλο ποὺ  κοσμεῖται μὲ εἰκόνες καὶ γ) κτιστὸ  ποὺ κοσμεῖται μὲ τοιχογραφίες.
 Ἱστορία τοῦ τέμπλου
      Ἀπὸ τὰ πρῶτα  βήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅταν ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦνται κάποια ἰδιαίτερα κτήρια ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν συνάθροιση τοῦ λαοῦ καὶ την  τέλεση τοῦ πρώτου καὶ σημαντικότερου μυστηρίου, τῆς Θείας Εὐχαριστίας δηλαδή, διαχωρίσθηκε καὶ ξεχώρισε ὁ τόπος, ποὺ ἐτελεῖτο αὐτὴ ἀπὸ τὸ πρεσβυτέριο. Τὸ φράγμα λοιπὸν τοῦ πρεσβυτερίου γνώρισε μία πάρα πολὺ μεγάλη ἐξέλιξη. Πῆρε διάφορες μορφὲς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πρὶν καταλήξει στὴ σημερινὴ μορφή. Ἀπὸ ἕνα χαμηλὸ καὶ ἁπλὸ διαχωριστικὸ φράγμα μεταξύ του ἱερατείου καὶ τοῦ λαοῦ κατέληξε γιὰ παράδειγμα στὴν Ὀρθόδοξη Ρωσία ἕνα πανύψηλο τεῖχος, τὸ ὁποῖο σὲ πολλὲς περιπτώσεις φθάνει μέχρι καὶ τὴν ὀροφή.
      Ἡ τέχνη ἀλλὰ καὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ χρησιμοποιήθηκε κατὰ καιροὺς γιὰ τὴν κατασκευὴ ποὺ ποικίλλουν. Ἀρχικὰ χρησιμοποιήθηκε κατὰ κόρον τὸ ξύλο ἢ ὁ σίφηρος ἀλλὰ στὴν πιὸ ἐκλεπτυσμένη καὶ μεταγενέστερή του μορφή, τὸ μάρμαρο ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἀπέδωσε λαμπρότητα καὶ πολυτέλεια. Ὁ χριστιανικὸς ναός, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα παίρνει ἕνα σταθερὸ προσανατολισμὸ μὲ τὸ Ἱερὸ Βῆμα πρὸς ἀνατολάς, ὡς γνωστὸν χωρίζεται κατὰ μίμηση τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα (ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίσης στραμμένος στὴν ἀνατολὴ) σὲ τρία μέρη: τὸν πρόναο, ποὺ προορίζεται γιὰ τοὺς κατηχουμένους, τὸν κυρίως Ναό, στὸν ὁποῖο παραμένουν οἱ πιστοὶ καὶ στὸ Ἅγιο Βῆμα. Ἀπὸ τὸν δ΄ αἰ. μὲ τὸ διάταγμα τῆς Ἀνεξιθρησκίας (313 μ.Χ.) καὶ τὴν ἀνέγερση τῶν ναῶν, τὸ τέμπλο μὲ τὰ καταπετάσματα ὑπάρχουν γιὰ νὰ εἶναι τὸ Ἱερὸ Βῆμα ἀθέατο στοὺς πιστοὺς (οὔτε νὰ ἀκοῦν οὔτε νὰ βλέπουν). 
      Τὸν ε΄καὶ στ΄ αἰ. ὑψηλὸ καὶ χαμηλὸ τέμπλο συνυπάρχουν, ἐνῷ ἀπὸ τὸν ζ΄αἰ. δὲν πιστοποιεῖται πλέον χαμηλὸ τέμπλο (φράγμα).  Ἡ μορφὴ τοῦ τέμπλου παγιώθηκε μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καὶ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.  Η Ἀναίμακτος θυσία γινόταν πάντα μὲ κλειστὰ τὰ βημόθυρα καὶ τὰ παραπετάσματα. (ἀπὸ τὴ Μεγάλη Εἴσοδο μέχρι τὸ «Μετὰ φόβου»).
 Στὶς παλαιοχριστιανικὲς βασιλικὲς ἀρχικῶς λοιπὸν τὸ τέμπλο εἶχε τὴ μορφὴ χαμηλοῦ κυγκλιδώματος, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «κιγκλίδες, κάγκελλοι, κάγκελλα» καὶ οἱ εἴσοδοι «καγκελοθύρια» ἢ «Ἅγια Θύρα». Κατασκευάζονταν ἄλλοτε ἀπὸ ξύλα ποὺ πλέκονταν χιαστί, ἄλλοτε ἀπὸ μέταλλο καὶ ἄλλοτε ἀπὸ λίθο, ὅποτε ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τετράγωνους πεσσίσκους, μεταξὺ τῶν ὁποίων παρεμβάλονταν ἀνάγλυφες ἢ ἀμφιγλυφὲς πλάκες ποὺ ὀνομάζονταν «στήθεα» ἢ «θώρακες» καὶ διακοσμοῦνται μὲ διάφορα θέματα π.χ. μὲ τὸν ἐντὸς κύκλου σταυρό, τὸ μονογράφημα τοῦ Χριστοῦ, κληματίδες ἢ πτηνὰ κ.λπ. Ἡ ὡραία Πύλη ἐξαίρεται ὅμως εἴτε μὲ ἕνα τόξο πάνω ἀπὸ αὐτήν, ποὺ στηρίζεται σὲ δύο κίονες ἢ μὲ τὴ διαμόρφωση ἑνὸς προστώου. Τοποθετοῦνται δηλαδὴ τέσσερις κίονες καὶ ἐπάνω ἀπὸ αὐτὴν ἕνας μικρὸς θόλος ἢ πλάκα.

       Ἀργότερα  τὸ  φράγμα  καὶ  ὁλόκληρο  τὸ  Βῆμα  ἀνυψώνεται  περισσότερο  καὶ  πάνω  στοὺς  πεσσίσκους  τοποθετοῦνται  μικροὶ  κίονες  ποὺ  ἑνώνονται στὴν  ἀπόληξή  τους  μὲ  τὸ  ἐπιστύλιο.  Ἀνάμεσα  σὲ  αὐτοὺς  τοποθετοῦνται  τὰ  βῆλα (κουρτίνες). Οἱ  εἰκόνες  ἀνάμεσα  σ’ αὐτὲς τὶς κολῶνες θὰ τοποθετηθοῦν  ἀργότερα, τὸν 14ο αἰώνα ὅπου τότε καταργοῦνται τὰ βῆλα καὶ τὴ θέση τους καταλαμβάνουν οἱ εἰκόνες. Ἑκατέρωθεν τῆς Ἁγίας Πύλης τοποθετοῦνται εἰκόνες τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Θεοτόκου, ἐνῷ στὰ ὑπόλοιπα κενὰ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ Ἁγίου τοῦ ναοῦ, ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι κ.τλ. Ἀπὸ τὸν 8ο μὲ 9ο αἰ. ἐπικρατεῖ  τὸ  ὑψηλὸ τέμπλο καί, ἐπειδὴ διακοσμεῖται πλουσιότερα, ὀνομάζεται «κοσμήτης». Στὴ Ρωσία ἡ ἀνύψωση φθάνει μέχρι καὶ τὴν ὀροφὴ τοῦ ναοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διαδίδεται καὶ σὲ ἀρκετὲς περιοχὲς τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου. 
      Μέχρι τὸ τέλος τοῦ 14ου αἰώνα τὸ ρωσικὸ τέμπλο διατηρεῖ σχετικὰ μέτριες διαστάσεις καὶ κάποια τεκμήρια ἀποδεικνύουν ὅτι τὸ ὕψος του δὲν εἶναι τέτοιο ποὺ νὰ ἐμποδίζει τοὺς πιστοὺς νὰ παρακολουθήσουν τὴ λειτουργικὴ δράση ποὺ ἐκτυλίσσεται στὸ ἱερό. Εἶναι μόνο στὸν 15ο αἰώνα, ποὺ ἀρχίζει νὰ πλαταίνει στοὺς καθεδρικοὺς ναοὺς καὶ στὶς μεγάλες μοναστικὲς ἐκκλησίες, πάνω ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα πέτρινα ἢ ξύλινα κιγκλιδώματα ὕψους περίπου 1.5 μ., μὲ τὰ ὑπερμεγέθη ἰκριώματα τοῦ τέμπλου τῶν πέντε βαθμίδων, πού, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συστοιχίες τῶν μεσιτῶν καὶ τὶς εἰκόνες τῶν τότε ἁγίων, περιλαμβάνει μία 4η καὶ 5η συστοιχία, ἀφιερωμένες στοὺς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες.
     Τὸ ἱερὸ Βῆμα λοιπὸν χωρίζεται ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ μὲ το τέμπλο, τὸ ὁποῖο διαμορφώθηκε σταδιακὰ ὅπως ἀναφέρθηκε ἤδη ὅποτε πῆρε τὴ σημερινή του μορφή. Τὸ σημερινὸ τέμπλο, ὅπως δείχνει καὶ ὁ M. Winkler, εἶναι καταρχὴν τὸ χώρισμα πού, ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα, τὸν καιρὸ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀπομόνωνε τὸ θυσιαστήριο ἀπὸ τὸν ναό. Ὄντας διαφανές, (ἀποτελούμενο γενικὰ ἀπὸ ἕνα πέτρινο ἢ μαρμάρινο ἰκρίωμα, ἐλάχιστα ἀνασηκωμένο καὶ διακοσμημένο μὲ χριστιανικὰ ἐμβλήματα), συμβόλιζε τὴ διάκριση καὶ ταυτόχρονα τὴ συνάντηση, ἀλλὰ χωρὶς χωρισμό, μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, τοῦ αἰώνιου, οὐράνιου κόσμου καὶ τοῦ ἐφήμερου, γήινου κόσμου, τῆς ἔνδοξης Ἐκκλησίας ποὺ ἔχει ἤδη ἀνεβεῖ στοὺς οὐρανούς, στὸν Χριστὸ καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ βασανίζεται καὶ μάχεται.
     Σήμερα, στὰ εἰκονοστάσια βρίσκονται ἀφενὸς ζωγραφισμένες μεγάλες εἰκόνες, ἀφετέρου, κάτω ἀπὸ αὐτές, εἶναι ἀνηρτημένες μικρὲς εἰκόνες μὲ τὸ ἴδιο θέμα γιὰ προσκύνηση. Οἱ μεγάλες εἰκόνες ποὺ παρετίθενται σὲ αὐτὸ εἶναι αὐτὲς της Παναγίας ἀπὸ ἀριστερά, τοῦ Χριστοῦ στὰ δεξιά, τοῦ Ἁγίου   Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστοῦ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου στὸν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναὸς ἀριστερά της Παναγίας.      
 Ἡ Θεολογία τοῦ τέμπλου
     Τὸ τέμπλο ἢ φράγμα δὲν εἶναι καινοτομία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ ἀποτελεῖ συνέχεια ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη.  Τό τέμπλο ἀντικατέστησε τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ (τοῦ Σολομῶντος), ὅπου ἔκρυβε τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὸν κυρίως Ναό.
    Τὸ Εικονοστάσιο ἢ Τέμπλο χωρίζει τὸ Ἱερὸ Βῆμα ἀπὸ τὸν κυρίως ναό, διαχωρίζει τὴν ἁψίδα μαζὶ μὲ τὸ θυσιαστήριο. Ὡστόσο δὲν ἀποτελεῖ διαχωριστικὸ τοῖχος, ἀλλὰ συνδετικὸ κρίκο μεταξὺ τῶν δύο κόσμων, τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοητοῦ. Εἶναι ἕνα σύνορο ποὺ χωρίζει τὸν ἀνθρώπινο κόσμο (κυρίως ναὸς) ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο (ἱερὸ βῆμα). Τὸ σημερινὸ τέμπλο ποὺ βλέπουμε στὶς ἐκκλησίες μας διαμορφώθηκε ἔτσι ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὴν τέχνη τοῦ «μπαρὸκ» (εἰκονοστάσια Ρωσίας, Βαλκανίων, Ἱεροσολύμων καὶ Ἁγίου Ὄρους). Πάνω στὸ εἰκονοστάσι τοποθετοῦνται οἱ ἱερὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἄλλων ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς πίστης μας. Στὸ πάνω μέρος τοῦ εἰκονοστασίου βρίσκεται τὸ λεγόμενο δωδεκάορτο. Ἐπίσης τοποθετοῦνται στὸ πάνω μέρος τοῦ εἰκονοστασίου σὲ μικρὸ μέγεθος οἱ εἰκόνες τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Προφητῶν. Στὴν κορυφὴ τοποθετεῖται ὁ σταυρὸς μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο ποὺ ἀπεικονίζουν τὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διακόσμηση μὲ τὴν ἄμπελο συνήθως συμπληρώνει τὴν ὅλη εἰκόνα τοῦ εἰκονοστασίου.  Οι πιστοὶ εἶναι τὰ κλήματα ποὺ πρέπει νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν ἄμπελο τὴν ἀληθινὴ γιὰ νὰ πάρουν τὴ θεία ζωὴ καὶ νὰ ἀνέβουν στὰ οὐράνια.
    Τὸ  Ἅγιο  Βῆμα πολὺ  νωρὶς  συνδέθηκε  μὲ  τὸν  χῶρο  τοῦ  ὑπερώου  ὅπου ελαβε  χώρα  ὁ  Μυστικὸς Δεῖπνος. Συμβόλιζε  ἐπίσης  τὸ  θεοδόχο  ὄρος Σινᾶ, στὸ  ὁποῖο  καλυμμένο  «ζόφῳ  καὶ  γνόφῳ  καὶ  θυέλλῃ»  εἰσέρχεται  ὂ  ἱερέας  σὰν  ἄλλος  Μωυσὴς  γιὰ  νὰ  τελετουργήσει  τὸ μυστήριο.
     Πολλοὶ  Πατέρες  τῆς  Ἐκκλησίας  μας  ἀσχολήθηκαν  μὲ  τὸ  τέμπλο  καὶ  εἶδαν  διάφορους  συμβολισμούς  σ’ αὐτό, ἰδιαιτέρως  ὅμως ἐξαίρονται  τὰ  βημόθυρα,  ἡ Ὡραία  Πύλη.
     Σ’ αὐτὰ  εἶδαν  την Θεοτόκο, ἢ  ὁποία  γίνεται  ἡ  θύρα  τὴν  ὁποία  διέρχεται  ὂ  Χριστὸς  γιὰ  νὰ  ἔλθει  στὸν  κόσμο. Ἔτσι  λοιπόν  μὲ  τὴν  διακονία  Της  στὸ  μυστήριο  τῆς  Δεσποτικῆς  Οἰκονομίας  ἡ  Κυρία  Θεοτόκος  ἔγινε  ἡ  Πύλη  ποὺ βλέπει  ἀνατολικά.  Γι΄ αὐτὸ  πρὶν  ἀρχίσει  τὴ  Θεία  Λειτουργία ὁ λειτουργὸς  ἱερέας,  ἀνοίγοντας  τὴν  Ὡραία  Πύλη – ἐπὶ  τῆς  ὁποίας  ἁγιογραφεῖται  συνήθως  ὁ  Εὐαγγελισμὸς  τῆς  Θεοτόκου  – λέγει  τὸ κατανυκτικὸ  τροπάριο  «Τῆς  εὐσπλαχνίας  τὴν  πύλην  ἄνοιξον  ἡμῖν  εὐλογημένη Θεοτόκε…».  Ζητᾶ  ἔτσι  ἀπὸ  τὴν  Παναγία  ν’ ἀνοίξει  τὴν πύλη  τῆς  μητρικῆς  Της  ἀγάπης γιὰ νὰ εἰσέλθει  ὁ Χριστός μεσα στους πιστους  και αυτοί να εισελθουν μεσα  σ’ Αὐτόν.
    Θὰ  πρέπει  νὰ  διευκρινιστεῖ  ὅτι  τὸ  τέμπλο  δὲν εἶναι  κάτι  ποὺ διαχωρίζει  τὸ  ἱερὸ  ἀπὸ  τὸ  βέβηλο, τὸ  Ἅγιο  ἀπὸ  τὸ  μὴ  Ἅγιο. Ἴσως  σὲ  κάποια  στιγμή – σὲ ἐποχὲς  καὶ  περιστάσεις  δύσκολες – νὰ  ἀπέκοψε  τρόπον  τινὰ  τὸν  λαὸ  ἀπὸ  τὴν τελεσιουργία  τοῦ  Μυστηρίου  τῶν  Μυστηρίων.  Παρόλα  αὐτὰ  ἀντιθέτως  συμβολίζει  κάτι  τὸ τελείως διαφορετικό.
    Ἄλλες  φορές ἁπλό, ἄλλες πιὸ σύνθετο,  διαφορετικὸ ἀπὸ ναὸ σὲ ναὸ τὸ τέμπλο, ὅπως καὶ νὰ ἔχει, χωρίζει καὶ ταυτόχρονα ἑνώνει τὸν Οὐρανὸ μὲ τὴ Γῆ, Τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο! Ἄλλως μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι εἶναι προορισμένο γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπό. Προορισμένο νὰ συμβολίζει τὴ συνάντηση καὶ συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τοῦ Οὐρανοῦ μὲ τὴ Γῆ, μὲ τὴ συμμετοχὴ ὁλόκληρής της Ἐκκλησίας στὴ μεσιτεία καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Μοναδικοῦ Μεγάλου Ἱερέα, τὸ τέμπλο δὲν μοιάζει νὰ ἔχει παρεκτραπεῖ ἀπὸ τὸ σκοπό του, ἀφοῦ σταματᾶ καὶ συλλαμβάνει, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν  προσευχὴ τοῦ  χριστιανικοῦ συνόλου, ἀντὶ νὰ τὴν  ὁδηγεῖ καὶ  νὰ  την  ἀναμειγνύει, ὅπως  τὸ νερὸ ἀναμειγνύεται  μὲ τὸ κρασὶ  τῆς  Εὐχαριστίας, στὴ   θυσία  τοῦ  Χριστοῦ, κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία.
      Ἐξάλλου  δὲν  πρέπει  νὰ  ξεχνᾶμε  πὼς  κλῆρος  καὶ  λαὸς   συμμετέχουν  στὰ  Μυστήρια  καὶ  πὼς  ὅλοι  μαζί, ὡς  μέλη   τῆς  Ἐκκλησίας   πορευόμαστε  πρὸς  τὴν  Βασιλεία  τῶν  Οὐρανῶν.  Ὁ Θεός ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς ἑνώνει, ὄχι  γιὰ  νὰ  μᾶς  χωρίζει.  Ἡ Θεολογία  τοῦ  τέμπλου  ἐν  κατακλείδι  εἶναι  ὁ  προορισμὸς  ἐκεῖνος τοῦ  Θεοῦ  γιὰ  τὸ  τοῖχος  ἐκεῖνο  ποὺ  χωρίζει  τὸ  ἱερὸ  ἀπὸ  τὸν  ὑπολοιπο Ναό, ποὺ  ναὶ  μὲν  χωρίζει,  ἀλλὰ  ταυτόχρονα  ἑνώνει μυστικὰ  Θεὸ καὶ άνθρωπο!
 Λειτουργική σημασια  τοῦ τέμπλου –  Λειτουργική Ἀναγέννηση 
          Ἡ λειτουργικὴ ἀναγέννηση στοχεύει στὴν κατάργηση τοῦ τέμπλου στὴ σημερινή του μορφή, ποὺ ἐπιτείνει τὴ διάκριση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἡ ἀναγέννηση αὐτὴ δὲν συνιστᾶ την  ἐπαναφορὰ τοῦ πρωτοχριστιανικοῦ μοντέλου, ἀλλὰ τὴ μορφὴ ποὺ εἶχε μετὰ τὸ θρίαμβο τῶν εἰκόνων, μὲ «στήλους» (ἐξ οὗ καὶ ὁ γνωστὸς ὅρος «ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων») καὶ χαμηλὰ θωράκια, στὸ ὕψος τῶν ὁποίων θὰ μποροῦσαν νὰ τοποθετηθοῦν μικρὲς φορητὲς εἰκόνες, ἀντὶ τῶν γιγαντιαίων σημερινῶν. Στοχεύει μὲ ἄλλα λόγια στὴν ἐπαναφορὰ τῆς ὀρθόδοξης ναοδομίας στὴν ἀρχική της μορφὴ (παλαιοχριστιανικὴ ἢ πρώιμη βυζαντινή), μὲ ἀνάδειξη τῶν στοιχείων ἐκείνων ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν πρωτοποριακὴ ἐπανάσταση τῆς βυζαντινῆς τεχνοτροπίας τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἡ ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, ὑπογραμμίζει (α) τὴ φωτεινότητα τοῦ χώρου, καὶ (β) τὸ εὐρύχωρο στὴ λειτουργικὴ διαρρύθμιση τοῦ χώρου. Μὲ ἁπλὰ  λόγια στόχος αὐτῆς τῆς ἀναγέννησης εἶναι ἡ συμμετοχὴ τῶν λαϊκῶν ποὺ θὰ πρέπει νὰ μετατραποῦν ἀπὸ ἁπλοὶ θεατὲς καὶ παθητικοὶ δέκτες τῶν τελουμένων σὲ ἐνεργητικοὶ συλλείτουργοι.
       Ὅπως καὶ  νἄχει, τὸ  τέμπλο  μικρὸ  ἢ  μεγάλο, ξύλινο  ἢ μαρμαρινο, μὲ  θαυμαστό, μεγαλοπρεπῆ  διακοσμο  ἢ  μὲ  ἁπλὸ  διακοσμο  τὸ  τέμπλο  συμβολίζει  τὴν  ἕνωση  τοῦ Οὐρανοῦ μὲ  τὴ  γῆ, τὴν  ἐπικοινωνία  Θεοῦ  καὶ  ἀνθρώπου. Κατεβαίνει  ὁ  Οὐρανός, ὁ  Θεὸς  στὴ  γῆ  κατὰ  τὴν  τελεσιουργία  ἐνός  μυστηρίου  καὶ  εὐλογεῖ  καὶ  ἁγιάζει  τοὺς  πιστούς . Τὸ  τέμπλο  δὲν  θὰ  πρέπει  νὰ  θεωρηθεῖ, ὅπως  ἀναφέρθηκε  καὶ  πρίν,  ὅτι διαχωρίζει τὸ  Ἅγιο  ἀπὸ  τὸ  μὴ  Ἅγιο· σὲ  καμμία  περιπτωση  δὲν  γίνεται  κάτι  τέτοιο. Τὸ  φράγμα  κυριολεκτικὰ  καὶ  ἀνθρώπινα, ὑλικὰ  χωρίζει  τὸν  ἀνθρωπο  ἀπὸ  τὸν  Θεό, νοητά, πνευματικὰ  καὶ  ψυχικὰ  ὅμως  τοὺς  ἑνώνει.  Μὲ  τὰ  γήινα  μάτια  φαίνεται  ἡ  ἀποκοπὴ  τοῦ  ἀνθρώπου  ἀπὸ  τὰ  Ἅγια τῶν  Ἁγίων,  ἀλλὰ  μὲ  τὰ  μάτια  τῆς  ψυχῆς  εἶναι  ἡ  πλήρης  ἕνωση  καθὼς  στὸ  τέμπλο  σταματοῦν  καὶ  ἀνεβαίνουν  οἱ  προσευχὲς  τῶν  πιστῶν  στὸν  Οὐρανό, στὸν  Θεό.
Μαρίας Χατζηγκούμα
Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας ΑΠΘ
 *Ἐργασία στὸ μάθημα τῆς Ἀρχαιολογίας Ε΄ ἑξαμήνου/ΠΗΓΗ

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο στόχος της εικόνας είναι να αποκαλύψει στους ανθρώπους το υπερκόσμιο, αυτό που βρίσκεται έξω από το φυσικό μας κόσμο. Η ορθόδοξη εικονογραφία δεν ενδιαφέρεται για τον φθαρτό κόσμο αλλά μόνο για τον καινούριο κόσμο που θα έρθει με τη βασιλεία των ουρανών. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της εικόνας είναι η σχηματοποίηση. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα σώματα, τα βουνά, οι πτυχώσεις των ενδυμάτων, είναι όλα σχηματοποιημένα και οι φωτισμένες επιφάνειες έχουν καθαρά γεωμετρικά σχήματα. Η σχηματοποίηση προσδίδει στο έργο κάτι το εξώκοσμο και υπερφυσικό.
Στόχος της σχηματοποίησης είναι η αλλαγή των φυσικών σχημάτων και χρωμάτων και η μετατροπή τους από υλικά σε πνευματικά, από εφήμερα σε αιώνια. Για παράδειγμα, στην εικόνα του επιτάφιου θρήνου, υπάρχει τέλεια σχηματοποίηση με το σχήμα της καμπύλης να κυριαρχεί. Στα βουνά, στα σώματα των μαθητών, στις πτυχώσεις των ενδυμάτων, στα φρύδια που είναι σαν δύο ημικύκλια, στα μάτια που είναι μεγάλα και αμυγδαλωτά. Οι φωτισμένες επιφάνειες έχουν καθαρό γεωμετρικό σχήμα.
Η λιτότητα είναι ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό. Στην βυζαντινή εικόνα όλα παρουσιάζονται λιτά και χρησιμοποιούνται μόνο τα απαραίτητα. Ο λόγος είναι για να ταιριάζει με το όλο πνεύμα της ορθοδοξίας που χαρακτηρίζεται από την ολιγάρκεια και την εγκράτεια. Ένας άλλος σημαντικός λόγος είναι για να επικεντρώνει την προσοχή στο κεντρικό θέμα της εικόνας και στο μήνυμα που θέλει να στείλει στον πιστό. Ένας άλλος κανόνας της βυζαντινής αγιογραφίας είναι η διαφοροποίηση. Χωρίς η μορφή να χάσει τα βασικά της χαρακτηριστικά παρουσιάζονται με μια αλλοιωμένα, περιβεβλημένα με δόξα και φως. Για παράδειγμα οι ασκητές που φορούσαν κουρέλια, παρουσιάζονται με καινούρια ρούχα. Ο λόγος είναι γιατί οι εικόνες είναι μέρος του νέου κόσμου, όπου όλα ανακαινίζονται και αναγεννιούνται. Υπάρχουν όμως και μερικές εικόνες που υπερβαίνουν τα όρια της διαφοροποίησης και φτάνουν στην υπερβολή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εικόνα του Αγίου Χριστοφόρου ο οποίος σε μια εικόνα παρουσιάζεται με κεφάλι σκύλου, ενώ σε άλλη εικόνα παρουσιάζεται ωραιότατος άντρας που μεταφέρει το Χριστό σαν νήπιο στους ώμους του, ενώ διαβαίνει το ποτάμι. Διαβάζοντας το βίο του μαθαίνουμε ότι ήταν αρκετά άσχημος και περιγράφεται από τους βιογράφους του ως κυνοπρόσωπος (σκυλοπρόσωπος). Είχε μεγάλη σωματική δύναμη και καταγόταν από μια χώρα ανθρωποφάγων. Μαρτύρησε για το Χριστό όταν αρνήθηκε να αλλάξει την πίστη του. Η εξήγηση για τη διαφορά των δύο εικόνων είναι ότι στην πρώτη παρουσιάζεται η ζωή του πριν να γνωρίσει τον Χριστό και στη δεύτερη εικονίζεται η χριστιανική ζωή του. Το μήνυμα που θέλει να στείλει ο αγιογράφος είναι ότι ο λόγος του Θεού έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει και τα μεγαλύτερα τέρατα σε αγίους και ακόμα ότι στην ορθοδοξία η ασχήμια δεν ταυτίζεται με το κακό αλλά ούτε και η ομορφιά κατ’ ανάγκην με το καλό, όπως συμβαίνει στη δυτική τεχνοτροπία.
Στην βυζαντινή εικονογραφία στην έκφραση των προσώπων δεν φανερώνεται η κακία και το πάθος. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι ληστές και οι δήμιοι, αλλά και ο ίδιος ο Ιούδας εικονίζονται με σεβάσμια πρόσωπα και ήρεμη όψη. Αυτό δείχνει ότι μπορεί η εικόνα ενός προσώπου να είναι αμαυρωμένη από τις πράξεις του, αλλά δεν παύει κάθε πρόσωπο να είναι εικόνα Θεού.
 
Συμβολισμοί της εικόνας
 
Μάτια: Τα μάτια ζωγραφίζονται μεγάλα και ζωηρά, φανερώνοντας ψυχική ένταση γιατί είδαν τα μεγάλα και τα υπερκόσμια.
Αυτιά: Μερικές φορές παρουσιάζονται μεγάλα γιατί άκουσαν τις εντολές του Κυρίου.
Μύτη: Παρουσιάζεται πολλές φορές μεγαλύτερη από το κανονικό και μακρόστενη γιατί έχει μυρίσει την πνευματική ευωδία της Αγίας Τριάδας.
Στόμα: Σχεδιάζεται μικρό και πολλές φορές καλύπτεται από μουστάκι για να δείξει ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο περιορίστηκε στην απαραίτητη τροφή. Δείχνει επίσης ότι το σώμα δεν έχει πλέον ανάγκη της γήινης τροφής για να ζήσει γιατί έχει μετατραπεί σε όργανο του Αγίου Πνεύματος.
Μέτωπο: Είναι πλατύ, ψηλό, με μια ελαφριά παραμόρφωση, η οποία φανερώνει το βάθος της σκέψης και της σοφίας του εικονιζόμενου προσώπου.
Χέρια: τα δάκτυλα των χεριών είναι συχνά υπερβολικά μεγάλα, ενώ το χέρι που ευλογεί, πολλές φορές, έχει τις διαστάσεις της κεφαλής. Αυτό τονίζει τη σημασία του αντικειμένου που κρατούν ή εκείνου που δείχνουν. Για παράδειγμα τα δάκτυλα του χεριού που κρατά το Ευαγγέλιο είναι μεγάλα για να δείξουν τη μεγάλη σημασία του βιβλίου που κρατούν. Το χέρι του Ιωάννη του Πρόδρομου που δείχνει το Χριστό να έρχεται για να βαπτιστεί, έχει το δείκτη του αρκετά μεγάλο.
Σώμα: Το σώμα συχνά εξαφανίζεται κάτω από τα ενδύματα γιατί τα ενδύματα δεν στολίζουν πλέον το σώμα αλλά τις ψυχές των εικονιζόμενων.
Ενδύματα: Οι πτυχώσεις των ενδυμάτων δεν φανερώνουν την φυσική κίνηση αλλά τον πνευματικό παλμό της ύπαρξης του εικονιζόμενου προσώπου.
Φυτά και κτίρια: Δεν έχουν αξία από μόνα τους αλλά είναι σημάδια που τονίζουν τη θέση των σωμάτων και το συμβολισμό της παράστασης.
Χρώματα: Πολλές φορές τα χρώματα των εικόνων είναι αφύσικα. Μπορεί κανείς να δει κόκκινα άλογα, μπλε ή μοβ βράχια που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Αυτό βοηθά τον θεατή να περάσει σε μια άλλη διάσταση, υπερκόσμια και πνευματική. Έτσι το χρώμα δεν είναι απλώς ένα διακοσμητικό στοιχείο αλλά ένα λεξικό που βοηθά το θεατή να ανιχνεύσει τα βαθύτερα μηνύματα της εικόνας. Το λευκό είναι σύμβολο του φωτός και της καθαρότητας. Το μαύρο συμβολίζει το μυστήριο, το μπλε την δροσερότητα και τη διαύγεια, το πράσινο την ελπίδα, το κίτρινο τη θεία δόξα και λαμπρότητα, το κόκκινο, τη φλόγα και τη ζεστασιά του μυστηρίου και το γαλάζιο τις ακτίνες του θείου φωτός.
Καλυμμένα με ύφασμα χέρια: Η κάλυψη με ύφασμα των χεριών αγίων και αγγέλων γίνεται για να τονιστεί η ιερότητα του προσώπου που προσεγγίζεται και η ευλάβεια των εικονιζόμενων. Για παράδειγμα, στην εικόνα της βάφτισης βλέπουμε τους αγγέλους να έχουν σκεπασμένα τα χέρια τους με ένδυμα καθώς τα απλώνουν προς το Χριστό. Στην εικόνα της Υπαπαντής ο Συμεών έχει καλυμμένα τα χέρια του με τα άμφια του για να δεχτεί στην αγκαλιά του το βρέφος Χριστό.
Ο Σταυρός που κρατούν οι Μάρτυρες: Συμβολίζει το μαρτυρικό θάνατο που είχαν.
Άγιοι που κρατούν πάπυρους: Είναι όσιοι ασκητές ή ιεράρχες ή εκκλησιαστικοί συγγραφείς, οι οποίοι μας άφησαν γραπτούς λόγους. Πάνω στον πάπυρο γράφεται ένα απόφθεγμα από τη διδασκαλία τους.
Ανοικτή Παλάμη: Στους άγιους μάρτυρες συμβολίζει την άρνηση της ειδωλολατρίας, ενώ στην Παναγία και τον Τίμιο Πρόδρομο εκφράζει δέηση.
Ύφασμα που συνδέει οικοδομήματα μεταξύ τους: Δείχνει ότι ο χώρος όπου έγινε το γεγονός που εικονίζεται ήταν κλειστός. Επειδή όμως στη βυζαντινή αγιογραφία επικρατεί η διαφάνεια, ακόμα και τα γεγονότα που έγιναν σε κλειστούς χώρους, πάντα εικονίζονται έξω.
Το γυμνό σώμα φαίνεται σαν ντυμένο: Στη βυζαντινή τέχνη το ντυμένο σώμα δεν φαίνεται πιο σεμνό από το γυμνό. Αυτό το πετυχαίνει ο αγιογράφος με τη σχηματοποίηση, γιατί παριστάνει τα διάφορα μέλη του σώματος σαν να είναι σκαλισμένα πάνω σε ξύλο χωρίς σάρκα.
Οι Αρχάγγελοι και οι Άγγελοι μοιάζουν με τους ανθρώπους: Οι αρχάγγελοι και οι άγγελοι μοιάζουν με τους ανθρώπους γιατί όσες φορές εμφανίστηκαν σε ανθρώπους, παρουσιάστηκαν με ανθρώπινη μορφή. Οι αρχάγγελοι φορούν ιερατικά άμφια διακόνου, κρατούν στο ένα χέρι κοντάρι και στο άλλο ένα δίσκο με το ιερό μονόγραμμα. Οι άγγελοι φορούν αρχαιοελληνικά ρούχα με χιτώνα.
Τα Χερουβείμ: ζωγραφίζονται με παράξενα σχήματα σαν πύρινοι τροχοί, περασμένοι ο ένας μέσα στον άλλο και έχουν τέσσερις φτερούγες όπως εμφανίστηκαν στο όραμα του προφήτη
Ιεζεκιήλ.
Τα Σεραφείμ: εικονίζονται με έξι φτερούγες και νεανικό πρόσωπο όπως εμφανίστηκαν στο όραμα του προφήτη Ησαΐα.
Οι άγγελοι: έχουν συνήθως σγουρά μαλλιά δεμένα με μια κορδέλα. Η κορδέλα συμβολίζει το καθαρό τους μυαλό , την τέλεια τους αγνότητα και τη συγκέντρωση τους γύρω από τα θεία.
Όλες οι εικόνες ζωγραφίζονται κατά μέτωπο (enface) ή σε στροφή κατά τρία τέταρτα. Η κατά μέτωπο στάση βυθίζει το βλέμμα στα μάτια του θεατή και του μεταδίδει την εσωτερική κατάσταση του εικονιζόμενου. Το ίδιο γίνεται και με τη στροφή κατά τρία τέταρτα γιατί στόχος της βυζαντινής εικονογραφίας είναι η επικοινωνία με το θεατή. Μας βλέπουν και μας καλούν με το βλέμμα τους σε δημιουργία αγαπητικής σχέσης και κοινωνίας. Αντίθετα οι δαίμονες και οι αμαρτωλοί εμφανίζονται σε κατατομή (profil). Σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις εικονίζονται και άγιοι σε κατατομή (profil), όπως π.χ. ο απόστολος Θωμάς που ψηλαφίζει τα χέρια του Χριστού. Σ’ αυτή την περίπτωση δείχνει ότι οι άγιοι είναι απασχολημένοι με κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον που τους απορροφά πλήρως την προσοχή.
Τα πρόσωπα των Αγίων: Καθένα έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που το κάνουν να διαφέρει από τα άλλα. Αυτό δίνει στον πιστό την αίσθηση ότι απέναντι του έχει μια ζωντανή παρουσία, ένα πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Το φως στην εικόνα: Το φως στην εικόνα δεν είναι το φυσικό φως του ήλιου αλλά ένα ουράνιο, θείο φως. Γι αυτό το πρόσωπο φωτίζεται κεντρικά και σκιάζεται περιφερειακά, γύρω-γύρω, κοντά στο έντονο περίγραμμα του προσώπου. Αντίθετα στην δυτική ζωγραφική το φυσικό φως πέφτει λοξά και δημιουργεί σκιές. Το φως στη βυζαντινή εικόνα δεν έρχεται από κάποια εξωτερική πηγή αλλά πηγάζει από τα πρόσωπα που λάμπουν και φωτίζουν και τη φύση. Ο αγιογράφος προχωρεί από τα πιο σκοτεινά στα πιο φωτεινά χρώματα τόσο στα ρούχα και το δέρμα όσο και στα αντικείμενα της εικόνας προσθέτοντας έτσι διαδοχικά στρώματα φωτισμού. Έτσι η εικόνα η βυζαντινή είναι σαν να πλάθεται με το φως, σε αντίθεση με τη δυτική ζωγραφική όπου η εικόνα πλάθεται με τη σκιά. Ο βυζαντινός αγιογράφος δεν σκιάζει, δεν προσθέτει δηλαδή σκοτάδι στο έργο του αλλά μόνο φως.
Οι δαίμονες: Στη δυτική τέχνη ο διάβολος εμφανίζεται φοβερός, δυνατός, απαίσιος και αποκρουστικός. Στην βυζαντινή τέχνη ο διάβολος δεν εμφανίζεται αποκρουστικός για να μην προκαλεί ταραχή στη ψυχή την ώρα της προσευχής. Δεν παρουσιάζεται δυνατός και φοβερός αλλά μικρόσωμος και συρρικνωμένος γιατί ο Χριστός τον νίκησε και τον έκανε μηδαμινό και ασήμαντο. Επίσης είναι μαυριδερός γιατί ταυτίζεται με το σκοτάδι.
Το χρυσό φόντο της εικόνας: Το χρυσό φόντο της εικόνας εξαφανίζει τις τρεις διαστάσεις του χώρου και κάνει τα σώματα πνεύμα. Ο άνθρωπος γίνεται ανάλαφρος και τα σώματα είναι σαν βυθισμένα στο αιθέριο χρυσάφι του θείου φωτός.
Το φωτοστέφανο: Συμβολίζει την ακτινοβολούσα δόξα του εικονιζόμενου προσώπου και την ανεξάντλητη ροή του θείου φωτός σ’ εκείνον που ζει σε στενή σχέση με το θεό.
Η προοπτική: Η προοπτική είναι ελεύθερη και δεν υπακούει σε φυσικούς νόμους. Το μέγεθος των προσώπων και των πραγμάτων δεν εξαρτάται αν βρίσκονται κοντά μας η μακριά μας αλλά από το πόσο σπουδαία είναι. Ο χώρος είναι συμβολικός και διαφορετικός από τον φυσικό. Δεν υπάρχουν πράγματα ή πρόσωπα που κρύβονται πίσω από άλλα όπως γίνεται στους δυτικούς πίνακες. Για παράδειγμα στην εικόνα της βάπτισης τα βουνά φαίνονται σαν να είναι κοιταγμένα από πάνω και οι κορυφές τους είναι στραμμένες προς το θεατή. Οι άγγελοι που βρίσκονται στη δεύτερη σειρά πίσω από την πρώτη σειρά αγγέλων ζωγραφίζονται πιο πάνω για να μην κρύβονται από τους μπροστινούς. Ο ποταμός φαίνεται σαν να είναι όρθιος και δεν χάνεται στο βάθος. Επειδή, δεν ισχύει ο νόμος της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός τα εικονιζόμενα δεν αφήνουν πίσω τους σκιές. Επίσης με την έλλειψη βαρύτητας τα εικονιζόμενα παρουσιάζονται χωρίς βάρος και όγκο.
Η έννοια του χρόνου: Ο χρόνος στη βυζαντινή τέχνη διαφοροποιείται και αλλοιώνεται. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ενώνονται και όλα τα γεγονότα είναι διαχρονικά. Για παράδειγμα στην εικόνα της Πεντηκοστής ο Παύλος παρουσιάζεται να κάθεται σε μια από τις πρώτες θέσεις παρόλο που ιστορικά δεν ήταν παρόν. Η εξήγηση είναι ότι η Πεντηκοστή δεν είναι μια χρονική στιγμή για την εκκλησία. Άρχισε εκείνη τη μέρα αλλά συνεχίζεται γιατί Πεντηκοστή είναι η συνεχής παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην εκκλησία.
Πηγή : http://www.orthodoxosnaos.org/simvolismosei.html

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Η γλώσσα τών αγίων εικόνων


h-glwssa-twn-agiwn-eikonwn-1


 « …σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει.. εν τω ονόματι μου (….) γλώσσαις λαλήλουσι καιναίς… » (Μαρκ. 16. 16-17).
Ανάμεσα στα σημεία, γράφει ο Ιάκωβος Μάϊνας, τα οποία θα παρακολουθήσουν τους πιστούς και θα τους φανερώσουν «τα μεγαλεία του Θεού» είναι και οι καινές γλώσσες, που όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος, «έτεραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξ., 2.4). Μία καινή γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, ανάμεσα σε πολλές που μπορεί να αναφέρει κανείς, είναι και αυτή των αγιογραφιών. Ίσως για να είμαστε πιο ακριβείς στη χρήση του λόγου, η εικόνα δεν είναι απλώς μια γλώσσα, ένα μέσον έκφρασης και επικοινωνίας αλλά η αλήθεια της πίστης μας και μέσον σπουδής της Ορθόδοξης παράδοσης.
Εάν πράγματι ο Χριστός είναι η εικόνα του Θεού (ΙΙ, Κορ., 2.4) και ο άνθρωπος πλάσθηκε «κατ’ εικόνα» Του, μόνον εάν ο άνθρωπος καταφέρει να γίνει «εικόνα του Χριστού» μπορεί να επανεύρει τη «φύση» του και το «αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι» (Εις Κεκοιμημένους, Μικρόν Ευχολόγιον). Στην περίπτωση αυτή πρέπει να δούμε την αγιογραφία ως κάτι παραπάνω από μία απλή «γλώσσα». Είναι «κανόνας πίστεως» που μπορεί να ξεπεράσει τα εμπόδια και τα είδωλα της σκέψης, τη φιλοσοφία των ανθρώπων για το θάνατο του Θεού μέσα από την πραότητα, το ιλαρόν φως και τη ζωντάνια της παρουσίας του Θεού.
Η αγιογραφία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία πρακτική μέθοδος προς την προσέγγιση της πίστης «και βίβλος αγραμμάτων». Δεν αποτελεί έργο ζωγραφικής, έργο καλών τεχνών – στην εικόνα δεν χρησιμοποιούμε ποτέ μοντέλο – αλλά μας επιτρέπει να δούμε με τα σαρκικά μάτια το κάλλος της ζωής! Οι εικόνες απαντούν στο ερώτημα «το άρρητον φως των αρετών σου Χριστέ, τις διηγείσεται;». Αυτή η ιστορικοποίηση της εικόνας μας επιτρέπει να δούμε την άλλη πραγματικότητα και όπως γράφει ο Ιωάννης Δαμασκηνός «η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφόμενου την υπόστασιν». Και αλλού «ου προσκυνώ την υλήν, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν».
Ο άξονας της ανθρώπινης προσπάθειας δεν μπορεί να είναι η ερμηνεία των μυστηρίων αλλά το πέρασμα στην καινή ζωή. Όχι τρόπος να μετατρέψει ο άνθρωπος το αόρατο αλλά πως «απαθείς τη ουρανίω οπτασία μείνομεν». Δηλαδή πως θα ανοίξουμε τα μάτια μας προς το αληθινό φως της Πεντηκοστής: «Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη και το φως σου Κύριε, εσημειώθη εφ’ημάς, εν επιγνώσει υμνούντας σε. Ήλθες εφάνης το φως το απρόσιτον»
Η ορθόδοξη εκκλησία μας με τον τρόπο αυτόν μένει πιστή στο δόγμα της ότι «Εκείνος επτώχευσεν, ίνα ημείς τη Εκείνου πτωχεία πλουτήσωμεν». Παράδοξο θα πει κανείς, αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται ολόκληρο το μυστήριο της αγιογραφίας, ως γλώσσα καινή η οποία αποκαλύπτει τη δόξα του Θεού.
Τελικά, η αγιογραφία δεν μπορεί να είναι μία απλή αισθητική ζωγραφική, είναι τέχνη βυζαντινή. Η πηγή των βυζαντινών εικόνων δεν ταυτίζεται με τη λατρεία των ειδώλων. Η Β’ Σύνοδος της Νίκαιας μας λέγει ότι «η Τέχνη μόνο ανήκει στον τεχνίτη και η αναφορά της ιερής ζωγραφικής ανήκει μόνο στους Πατέρες». Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης μάλιστα αναφέρει ότι «επικοδομηθέντες επι τω θεμέλιω των αποστόλων και των προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού, οι κατοικητήριον Πνεύματος εσμέν. Εν ω και υμείς συνοικοδομείσθε…». Η εικόνα εκφράζει την ίδια την παράδοση είτε μέσα από ένα πρόσωπο είτε μέσα από ένα βιβλικό επεισόδιο ή τον βίο των αγίων.
Με άλλα λόγια όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλα παρά αυτό που τόσο όμορφα εκφράζει ο L. Ouspensky για την εντελέχεια της εικόνας: «η γη, ο φυσικός και ζωικός κόσμος παρουσιάζονται στην εικόνα όχι για να μας δείξουν αυτό που βλέπουμε με τα σαρκικά μάτια γύρω μας δηλαδή την πεπτωκυΐα φύση, αλλά για να μας δείξει τη συμμετοχή αυτού του κόσμου στη θέωση».

Δρ. Κωνσταντίνος Ζορμπάς
Πηγή: Ο Πανσέληνος, περιοδική έκδοση για την τέχνη την ιστορία και τον πολιτισμό
ΠΗΓΗ

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ Σ΄ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ Σ΄ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

ΤΟ ΚΟΚΟΡΑΚΙ

ΤΟ ΚΟΚΟΡΑΚΙ

ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΟΜΟΡΦΗ ΗΜΕΡΑ

ΟΜΟΡΦΗ ΗΜΕΡΑ

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΕΣ

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΕΣ

ΣΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ

ΣΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ

ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ