Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Βυζαντινή τέχνη

Με τον όρο Βυζαντινή τέχνη αναφερόμαστε γενικά στην καλλιτεχνική παραγωγή και έκφραση που αναπτύχθηκε την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ του 4ου αιώνα και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η βυζαντινή τέχνη θεωρείται πως γεννήθηκε αρχικά στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολη, αλλά επεκτάθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα του μεσογειακού κόσμου και ανατολικά ως την Αρμενία. Υπήρξε αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης αφενός της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και αφετέρου της ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η βυζαντινή τεχνοτροπία χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής τέχνης, σκοπός της οποίας δεν είναι τόσο η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας όσο η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης.

Η βυζαντινή τέχνη έφθασε στο ύψιστο επίπεδο δημιουργικής δύναμης και πρωτοτυπίας κληροδοτώντας στην ανθρωπότητα έργα διαχρονικής αξίας. Η βυζαντινή τέχνη προήλθε από τη γόνιμη σύζευξη της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, των ανατολικών επιρροών και της νέας θρησκευτικής πραγματικότητας του χριστιανισμού, ωστόσο ανέπτυξε μια ξεχωριστή και ευδιάκριτη φυσιογνωμία. Τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βυζαντινή τέχνη και από ιστορικής άποψης, καθώς καθρεπτίζει με μοναδική καθαρότητα τη σύνθεση του βυζαντινού πολιτισμού από διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία, όλα ενωμένα σε ένα τέλειο μίγμα, όπου το σύνολο είναι κάτι περισσότερο από τα μέρη που το συνθέτουν.

Περίοδοι
Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές μορφές της βυζαντινής τέχνης άρχισαν να αναπτύσσονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 324 συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός μεγάλου νέου καλλιτεχνικόυ κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας και ειδικότερα ένα κέντρο με έντονα χριστιανικά στοιχεία. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές περιόδους της βυζαντινής τέχνης:
* παλαιοχριστιανική τέχνη και πρωτοβυζαντινή περίοδος(4ος-7ος αιώνας) 324 - 610
* εικονομαχία και μεσοβυζαντινή τέχνη (8ος-12ος αιώνας)
* περίοδος των Παλαιολόγων και ύστερη βυζαντινή τέχνη (13ος-15ος αιώνας).

Παλαιοχριστιανική και Πρωτοβυζαντινή τέχνη
Η πρώτη περίοδος της βυζαντινής τέχνης αποτελεί ένα μεταβατικό διάστημα και χαρακτηρίζεται κατά συνέπεια από μία συνύπαρξη της ρωμαϊκής παράδοσης με τα πρότυπα της ύστερης αρχαιότητας και των χριστιανικών επιδράσεων. Χαρακτηριστική μορφή έκφρασης της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής τέχνης, αποτελεί ένας νέος ρυθμός εκκλησιαστικού ναού, η βασιλική, που συναντάται σε τρεις μορφές, δρομική βασιλική, βασιλική με εγκάρσιο κλίτος και σταυροειδής βασιλική και η οποία στα χρόνια του Ιουστινιανού συνοδεύεται και από την παρουσία τρούλου. Η κατασκευή της Αγίας Σοφίας αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο δείγμα, πρότυπο για όλους τους μεταγενέστερους βυζαντινούς ναούς αλλά και σύμβολο εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ημισφαιρικός τρούλος της, στηρίζεται σε τέσσερις ογκώδεις πεσσούς, με τη βοήθεια τεσσάρων ημικυκλικών τόξων. Άλλα σημαντικά κτίσματα επί βασιλείας Ιουστινιανού είναι η βασιλική της Αγίας Ειρήνης και οι ναοί των Αγίων Αποστόλων και Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο.

H τέχνη της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας στο Βυζάντιο. Bασικό χαρακτηριστικό της τέχνης των δύο πρώτων αιώνων, μετά την αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους, υπήρξε ο συγκερασμός του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανικού πνεύματος. Kορύφωμα της Πρώιμης βυζαντινής τέχνης υπήρξε η εποχή του Iουστινιανού A' (527-565). Στη διάρκειά της συντελέστηκε η ουσιαστική σύνθεση των στοιχείων εκείνων που χαρακτήρισαν την καλλιτεχνική δραστηριότητα στους επόμενους αιώνες, δηλαδή της μεγαλοπρέπειας, της αρμονίας και του μέτρου.

"Aπό τους πολυάριθμους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς που η αισθητική μας θεωρεί τα μνημεία τους μεγάλα, η βυζαντινή εικαστική τέχνη ήταν η πρώτη που ανακάλυψε την αρχή της ερμηνείας, αντί της αναπαράστασης των νοητών φαινομένων, πράγμα που στην εποχή μας αποτελεί βάση κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας"

Στη ζωγραφική, αν και διατηρείται αρχικά η ελληνιστική θεματολογία (τοπία και συμβολικές αναπαραστάσεις), σταδιακά -- και ειδικότερα στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας -- αρχίζουν να διακρίνονται και αυστηρά θρησκευτικά θέματα. Χαρακτηριστικό δείγμα παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής αποτελούν οι εικόνες, οι τοιχογραφίες και τα διακοσμητικά ψηφιδωτά διαφόρων ναών. Ειδικότερα τα τελευταία, αν και είχαν πρωτοεμφανιστεί και διαμορφωθεί κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., κατά τη βυζαντινή περίοδο θεωρείται πως φθάνουν στην μεγαλύτερη ακμή τους. Αρχικά γινόταν χρήση των ψηφιδωτών για την κάλυψη επιφανειών, όπως δαπέδων κατοικιών, ανακτόρων ή ναών καθώς και εσωτερικών τοίχων των εκκλησιαστικών ναών.

Η θεματολογία της διακόσμησης περιλαμβάνει κυρίως θρησκευτικά σύμβολα και θέματα από την Αγία Γραφή, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται μυθολογικά αλληγορικά θέματα. Χαρακτηριστικά δείγματα ψηφιδωτών βρίσκονται στο Μαυσωλείο της κόρης του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στο ναό της Αγίας Μαρίας της Μείζονος και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, στο Βαπτιστήριο της Μητροπόλεως στη Νεάπολη αλλά και στο Μαυσωλείο της Γκάλα Πλακιδίας στη Ραβέννα.

H εποχή του Iουστινιανού A' (527-565) υπήρξε το κορύφωμα της Πρώιμης Βυζαντινής τέχνης. Στη διάρκειά της συντελείται η ουσιαστική σύνθεση των στοιχείων εκείνων που θα αποτελέσουν τη βυζαντινή τέχνη: το ρωμαϊκό ιδεώδες της μεγαλοπρέπειας και τεχνικής δεξιοτεχνίας, η ελληνική αίσθηση της αρμονίας και του μέτρου, το ανατολικό πνεύμα της διακοσμητικότητας και φαντασίας.
 
Στον τομέα της αρχιτεκτονικής κάνει την εμφάνισή του ένας νέος αρχιτεκτονικός τύπος, η τρουλαία βασιλική, ενώ σταδιακά τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία θα απομακρυνθούν από τις παραδόσεις της κλασικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Nέες τάσεις εμφανίζονται και στη γλυπτική, που χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση από τα φυσιοκρατικά πρότυπα των προηγούμενων αιώνων και τη στροφή προς ένα πιο διακοσμητικό ύφος. Σημαντικά επιτεύγματα επίσης έχει να επιδείξει η περίοδος στην τέχνη του ψηφιδωτού, των εικόνων, και των εικονογραφημένων χειρογράφων.

Tέλος, μοναδικής ομορφιάς και τεχνικής τελειότητας είναι τα έργα μικροτεχνίας, αντικείμενα από ελεφαντοστό και πολύτιμα μέταλλα, που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.

Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, αναπτύσσεται και η μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους.

Μεσοβυζαντινή περίοδος
Η περίοδος που ξεκίνησε με τη βασιλεία του Ηρακλείου, το 610, και κατέληξε με την άνοδο στο θρόνο της δυναστείας των Μακεδόνων, το 867,αποτελεί μια μεταβατική εποχή για το Βυζάντιο. Οι δύο αιώνες μετά τον Ιουστινιανό και κυρίως το διάστημα 640-843 ονομάζονται στην τέχνη Πρωτοβυζαντινή περίοδος, ορολογία που χρησιμοποιείται με σκοπό να φανερώσει το τέλος της υστερορωμαϊκής παράδοσης και την απαρχή της νέας εποχής, όπου κυριάρχησε η αυστηρά δομημένη, υπερβατική μορφή της τέχνης. Τόσο η διαμάχη που προκάλεσε η μονοενεργητική-μονοθελητικήαίρεση όσο και η εικονομαχική έριδα επηρέασαν έντονα την τέχνη και στάθηκαν αφορμή για την πλούσια συγγραφική παραγωγή του πνευματικού κόσμου.

Tην περίοδο 730-843 η βυζαντινή αυτοκρατορία κλονίζεται από τις έριδες σχετικά με τη λατρεία των θείων μορφών και την απεικόνισή τους στην τέχνη. Στα πλαίσια αυτών, πολλές εικόνες και τοιχογραφίες καταστρέφονται ή αντικαθίστανται από άλλες, με αποκλειστικά διακοσμητικά θέματα, που περιλαμβάνουν την απεικόνιση ζώων, πτηνών, ή γεωμετρικών μορφών καθώς και σταυρών. Μετά την εικονομαχία στην αγιογράφηση των ναών, εφαρμόζεται ένας κοινός κανόνας, αν και όχι πάντα με την ίδια ακρίβεια. Συγκεκριμένα, κάθε μέρος του ναού αποκτά μία συγκεκριμένη συμβολική σημασία και κατά συνέπεια και μία ξεχωριστή θεματολογία στην εικονογράφηση. Κατά αυτό τον τρόπο, στον τρούλο απεικονίζεται ο Θεός που περιβάλλεται από τους Προφήτες ενώ στην αψίδα παριστάνεται η Παναγία είτε κρατώντας το θείο βρέφος είτε μόνη. Στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, σημαντική άνθηση γνωρίζουν και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με μικρογραφίες που διακοσμούν τα θρησκευτικά κυρίως κείμενα.

Από την περίοδο 610-867 σώζονται λίγες εικόνες. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι η συμβολή της εικονομαχικής περιόδου είναι αναμφίβολη στη διαμόρφωση του ρόλου των θρησκευτικών εικόνων. Kατά την ίδια περίοδο, η παραγωγή των εικόνων συνεχίστηκε σε περιοχές έξω από το βυζαντινό κράτος, όπου δεν ίσχυαν τα διατάγματα των εικονοκλαστών, γιατί οι περιοχές αυτές βρίσκονταν υπό αραβική κυριαρχία. Το Σινά αποτελεί το μοναδικό κέντρο, όπου η παραγωγή εικόνων, και επομένως και η εξέλιξή τους, δε σταμάτησε ποτέ. Εκεί σώζονται εικόνες που χρονολογούνται στον 7ο και 8ο αιώνα.

Την περίοδο της ύφεσης που παρατηρήθηκε στα χρόνια της εικονομαχίας, διαδέχεται η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Σε αυτή την περίοδο, αναπτύσσεται ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ επικρατεί ο σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει ωστόσο και ο προγενέστερος τύπος της βασιλικής. Οι εκκλησιαστικοί ναοί διακρίνονται από μεγαλύτερη κομψότητα και είναι λιγότερο λιτοί, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τον κυρίως σκοπό της πρόκλησης μίας πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. Ένας ακόμα τύπος που εμφανίζεται αυτή την περίοδο είναι ο οκταγωνικός, του οποίου η ονομασία προέρχεται από τη στήριξη του τρούλου που είναι οκταγωνική. Οι ναοί αυτοί διακρίνονται στον ηπειρωτικό και τον νησιωτικό οκταγωνικό τύπο, ονομασίες που προέρχονται από το γεγονός πως τα ανάλογα μνημεία που έχουν σωθεί βρίσκονται στην ηπειρωτική και την νησιωτική Ελλάδα αντίστοιχα. Τα υλικά που κυριαρχούν είναι οι πλίνθοι και οι ακατέργαστες ή λαξευμένες πέτρες, υλικά που εναλλάσσονται προσδίδοντας ένα χαρακτηριστικό αισθητικό αποτέλεσμα.

Η γλυπτική τέχνη είναι άρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα περισσότερα έργα που έχουν διασωθεί αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.

Την Μακεδονική δυναστεία διαδέχτηκε η δυναστεία των Κομνηνών (1057-1185) και συγχρόνως μια δεύτερη περίοδο αναγέννησης της βυζαντινής τέχνης. Το σημαντικότερο ίσως έργο αυτής της περιόδου είναι η βασιλική του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, έργο που ξεκίνησε το 1063.

Υστεροβυζαντινή περίοδος
Η ύστερη βυζαντινή τέχνη οριοθετείται από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και εκτείνεται χρονικά ως την άλωση της. Την περίοδο αυτή, το Βυζάντιο παύει να αποτελεί το ισχυρό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της μεσοβυζαντινή εποχή.

Οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν διαφοροποιούνται αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώνεται με τη δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Τα είδη ναών που απαντούν κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο είναι η βασιλική, ο σταυροειδής εγγεγραμμένος τύπος με τρούλο, ο οκταγωνικός, ο μικτός τύπος και ο σταυρεπίστεγος. Επιπλέον, σε ορισμένα μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις οξυκόρυγες αψίδες.

Οι εικονογραφίες της εποχής ακολουθούν τα πρότυπα της μεσοβυζαντινή εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίζονται προοδευτικά με θέματα από την παιδική ηλικία και τα πάθη του Χριστού ή το βίο της Παναγίας. Συνηθίζεται επίσης η χρήση παραστάσεων της Παλαιάς Διαθήκης που θεωρούνται ότι προεικονίζουν την Καινή Διαθήκη.

Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίζονται πιο έντονα φυσιοκρατικά στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδιώκουν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που αναπτύσσουν, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονται. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας φτάνει στη μεγαλύτερή της ακμή, με πολλές εικόνες να σώζονται μέχρι σήμερα.

H Δυναστεία των Παλαιολόγων που ξεκινά το 1259, αποτελεί ίσως την τελευταία άνθηση της βυζαντινής τέχνης, κυρίως διότι κατά αυτή την περίοδο εντείνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.

Η Ζωγραφική τέχνη στο Βυζάντιο εκφράστηκε με τις μικρογραφίες (πάνω σε ιερά και όχι μόνο βιβλία), με τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες, τις φορητές εικόνες και τα ψηφιδωτά δάπεδα. Μετά την Εικονομαχία καθιερώνεται για την αγιογράφηση των ναών ένα πρόγραμμα-κανόνας που εφαρμόζεται σε όλους τους ναούς του βυζαντινού κόσμου, όχι όμως πάντα με την ίδια ακρίβεια. Κάθε μέρος του ναού έχει συμβολική σημασία γι΄ αυτό θα έχει και ειδική εικονογράφηση. 
 Ο τρούλος συμβολίζει τον ουρανό με τον Παντοκράτορα περιστοιχισμένο από αγγέλους ή προφήτες. Στην αψίδα του ιερού η Θεοτόκος ανάμεσα στους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, άλλοτε ορθή Δεομένη, άλλοτε καθιστή Βρεφοκρατούσα. Πιο κάτω, στην αψίδα, εικονίζεται η Κοινωνία των Αποστόλων. Στα λοφία του τρούλου οι Ευαγγελιστές και γύρω στους τοίχους του ναού και του νάρθηκα οι Δεσποτικές Εορτές. Στα άλλα μέρη του ναού οι άγιοι: μάρτυρες, διάκονοι, επίσκοποι, πολεμικοί άγιοι. Παραδείγματα αυτού του εικονογραφικού προγράμματος διατηρούνται στον Όσιο Λουκά στη Φωκίδα, στη Νέα Μονή της Χίου και στην εκκλησία του Δαφνίου στην Αττική.
 
Τα ψηφιδωτά
Τα ψηφιδωτά, καθώς προχωράμε στη μελέτη της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής, είναι ένα άλλο αξιόλογο χαρακτηριστικό της διακόσμησης των ναών. Πρόκειται βέβαια για έναν τύπο δημιουργίας που είχε πρωτοεμφανιστεί και διαμορφωθεί τον 5ο πΧ αιώνα, παρόλα αυτά όμως στο Βυζάντιο έφτασε στην τελείωσή του. Αρχικά γινόταν χρήση των ψηφιδωτών για την κάλυψη επιφανειών, όπως δαπέδων κατοικιών, ανακτόρων, ναών και εσωτερικών τοίχων των χριστιανικών ναών. Τα ψηφιδωτά των δαπέδων ακμάζουν κατά τους αιώνες 4ο, 5ο και 6ο.

Διακοσμητικά θέματα έχουν, πλην του σταυρού και των θεμάτων από την Αγία Γραφή, τα γεωμετρικά σχέδια, φυτά, ζώα με συγκεκριμένες σκηνές κυνηγιού και αλληλοεξόντωσης, ακόμη και μυθολογικά θέματα συμβολικά και αλληγορικά. Τα ψηφιδωτά των τοίχων των ναών θα δώσουν τη μεγαλύτερη άνθιση στο είδος και καθώς συγκρινόμενα με τη ζωγραφική είναι συνθέσεις δύσκολες στην εκτέλεση αλλά και δαπανηρές γι' αυτούς που επιθυμούν την απόκτησή τους, θα βρουν πρόσφορο έδαφος εξαιτίας και των πολιτικών εξελίξεων και της κατίσχυσης του Χριστιανισμού στη Μεσόγειο των παλαιοχριστιανικών χρόνων.

Το χαρακτηριστικό των δημιουργών των ψηφιδωτών αυτών είναι ότι προσπαθούν και το κατορθώνουν να αποδώσουν την πνευματική περισσότερο υπόσταση των μορφών έναντι της σωματικής-υλικής, με έναν τρόπο υπερβατικό και με τονισμό των ματιών, κέντρου του ανθρώπινου ψυχισμού. Χαρακτηριστικά δείγματα ψηφιδωτών της δυτικής τέχνης είναι το Μαυσωλείο της κόρης του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο ναός της Αγίας Μαρίας της Μείζονος και του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, το Βαπτιστήριο της Μητροπόλεως στη Νεάπολη, το Μαυσωλείο της Γκάλα Πλακιδίας στη Ραβέννα.
Η βυζαντινή τέχνη είναι μια καθαρά θρησκευτική τέχνη και διακρίνεται για τον εσωτερισμό, το συμβολισμό, την υπερβατικότητα αλλά και τη συμβατική χρήση των μέσων έκφρασης. Ο συμβατισμός αυτός στηρίζεται σε δυο βασικά γνωρίσματα , 1ο, την αποδοχή τρόπων έκφρασης από την αρχαιότητα που δίνει έμφαση στην φυσική παρουσία της φιγούρας σαν μέσου έκφρασης και διατύπωσης μηνυμάτών και 2ο, κάτω από ανατολίτικες επιδράσεις, τη μεταμόρφωση των αρχαίων τύπων για χάρη μιας συμβολικής και υπερβατικής αποτίμησης της φιγούρας.

Στη μακραίωνη ιστορία της βυζαντινής τέχνης τα δύο αυτά χαρακτηριστικά βρίσκονται συχνά αντιμέτωπα ο εξωτερικός με τον εσωτερικό πνευματικό κόσμο, το ορατό με το αόρατο ασώματο, το φυσικό με το υπερφυσικό, πάντοτε όμως υπερισχύει το εσωτερικό.

‘Ομως η φύση και ο ορατός κόσμος δεν έχουν σοβαρή θέση στη βυζαντινή τέχνη. Ο χώρος στερείται προοπτικής και βάθους δέντρα, σπίτια, πόλεις αποδίδονται σχεδιαγραμματικά συνοπτικά. Στην προσπάθειά της να εξαΰλωση το φυσικό κόσμο η βυζαντινή τέχνη στοχεύει στη μεταβολή του φυσικού κόσμου σε σύμβολα, με την επιπεδοποίηση του όγκου την κατάργηση του βάρους τη μετωπικότητα, την καταστολή του προσωπικού συναισθήματος κτλ.

Πράγματι οι πολύ συγκρατημένες κινήσεις και χειρονομίες το πολύ αυστηρό πνευματικό και υπερκόσμιο ύφος στα πρόσωπα ακόμη και στις δραματικές ή τραγικές σκηνές είναι στοιχεία που δεν επιτρέπουν την έκφραση προσωπικού έντονου συναισθήματος χαράς, λύπης, απόγνωσης, γιατί αυτές οι ψυχικές εκδηλώσεις ταιριάζουν μόνο στη ν παρούσα πρόσκαιρη ζωή, όχι όμως στην αιώνια.

- «... ‘Ενθα ούκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος». Αρκετά από τα αυστηρά χαρακτηριστικά της βυζαντινής τέχνης κάνουν την εμφάνισή τους από τους πρώτους κιόλας αιώνες της χριστιανικής τέχνης, ενώ εκτοπίζουν σταδιακά τα δανεισμένα από την ειδωλολατρία στοιχεία μολονότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να τα εξοστρακίσουν τελείως. Οι αρχαίοι τύποι έκφρασης θα κάνουν συχνό την εμφάνισή τους, όπως για παράδειγμα στους χρόνους του Ιουστινιανού και στους χρόνους του Κωνσταντίνου VII του Πορφυρογέννητου που ενθαρρύνει τις κλασικές σπουδές.

‘Υστερα από τις πρώτες «εκκλησίες» που στεγάζονταν στις κατακόμβες, οι πρώτοι ναοί κτίζονται στο πρότυπο της ρωμαϊκής βασιλικής ενός στενόμακρου οικοδομήματος, ή στα περίκεντρα κυκλικά οικοδομήματα των ρωμαϊκών χρόνων. ‘Ενας μάλιστα τύπος βυζαντινής βασιλικής, όπως είναι η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, στολίζεται με τρούλο. Αργότερα αναπτύσσονται κι άλλες ποικίλες κατόψεις που βασίζονται στο σχήμα του σταυρού που συνδυάζουν βαρελοειδείς θόλους, κεντρικό μεγαλοπρεπή τρούλο κι όμορφα επιβλητικά καμπαναριά.

Ενώ οι πρώτες παραστάσεις περιορίζονται σε διάφορα σύμβολα, στον ΙΧΘΥ, την άγκυρα, το παγώνι, την άμπελο και σε άλλα, όπως η συμβολική φιγούρα του καλού ποιμένα ή άλλες ολιγοπροσωπες και δίχως σύνδεση παραστάσεις, στους βυζαντινούς χρόνους οι συνθέσεις γίνονται πολυπρόσωπες και κοσμούν όλο το εσωτερικό των νοών. Είναι ψηφιδωτά και τοιχογραφίες με σκηνές από τη ζωή του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων της εκκλησίας, σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, από τα απόκρυφα συγγράμματα κτλ.

Πλάι στις μνημειακές αυτές συνθέσεις που συναντούμε σ’ όλο το χριστιανικό κόσμο, τη Ραβέννα και την Ιταλία, την Κωνσταντινούπολη, τις Σλαβικές χώρες, την Ελλάδα, Μικρά Ασία, τα νησιά και την Κύπρο, τη χριστιανική Ανατολή ως τη μακρινή Ρωσία, είναι και φορητή εικόνα με ανάλογες παραστάσεις όπως και στις μνημειακές συνθέσεις που αποτελούν μάλιστα αντικείμενα λατρείας.
Η αργυροχοία , χρυσοχοΐα, η υφαντική-κεντητική, αλλά και το ξυλόγλυπτο, απλό ή επιχρυσωμένο, είναι κλάδοι που ανθούν στα βυζαντινά χρόνια και συνδέονται άμεσα με την εκκλησία. Τις τέχνες αυτές συναντούμε στα ιερά σκεύη, στα άμφια, στα περίτεχνα ξυλόγλυπτα εικονοστάσια, προσκυνητάρια, θρόνους, άμβωνες κτλ.

Ενώ η ελληνιστική τέχνη και αργότερα η ρωμαϊκή απελευθερώνει τον καλλιτέχνη, σε κάποιο βαθμό, από την αποκλειστική εξυπηρέτηση της θρησκείας, η εμφάνιση του Χριστιανισμού στα ρωμαϊκά χρόνια βάζει ξανά την τέχνη κάτω από τη σφαίρα επιρροής της θρησκείας, από τα πρώτα κιόλας χρόνια. Τους πρώτους αιώνες της παλαιοχριστιανικής τέχνης θα ακολουθήσουν, τον 4ο αιώνα ως το 15ο αιώνα, η βυζαντινή τέχνη που θα επιβιώσει ως τις μέρες μας, πολύ εξασθενημένη φυσικά, ως βυζαντινή παράδοση.

Η χριστιανική αρχιτεκτονική εκδηλώνεται για πρώτη φορά με τους πρώτους μεγάλους ναούς της Χριστιανοσύνης που εμφανίζονται στη Ρώμη, όταν πια η θρησκεία επισημοποιείται. Αυτές οι εκκλησίες βασίζόνται σε περίκεντρα σχέδια και στο ρωμαϊκό σχέδιο της μακρόστενης βασιλικής. Με την Αγία Σοφία που κτίζει ο Ιουστινιανός στα 532-7 στο Βυζάντιο, λύνεται ένα σπουδαίο αρχιτεκτονικό πρόβλημα, η στήριξη ενός ημισφαιρικού τρούλου πάνω σε τετράγωνη βάση. Η Αγία Σοφία σύντομα γίνεται το σύμβολο της Χριστιανοσύνης, εγκαινιάζει μια λαμπρή περίοδο αρχιτεκτονικής δραστηριότητας και δίνει μάλιστα ένα πρότυπο σχέδιο για μίμηση.

‘Ομως κι άλλα σχέδια εκκλησιών εμφανίζονται εκτός από τη βασιλική με τρούλο. Ο τύπος που τελικά επικρατεί στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα είναι ο σταυροειδής με τρούλο, το σχέδιο που έχει στην τετραγωνική του κάτοψη εγγεγραμμένο τον ελληνικό σταυρό, με δύο βαρελοειδείς θόλους να τέμνονται και να σχηματίζουν σταυρό στο δε σημείο της τομής τους να υψώνεται τρούλος, όπως είναι για παράδειγμα η μικρή εκκλησία του Οσίου Λουκά στη Φωκίδα (11ος αι.)

Στους πολύ πλούσιους ναούς τα δάπεδα, οι κολόνες και σι τοίχοι κοσμούνται με ακριβά πολύχρωμα μάρμαρα, ενώ εξωτερικά οι τοίχοι και τα ανοίγματα των παραθύρων, τα καμπαναριά κτλ. διακοσμούνται με κεραμοπλαστικά στολίσματα. Πρόσθετη ομορφιά προσδίδουν τα μονόλοβα, δίλοβα ή τρίλοβα παράθυρα στους τοίχους και τα μικρότερα παράθυρα στο τύμπανο του τρούλου που αφήνουν το φως να λούζει μυστηριακά το εσωτερικό της εκκλησίας.

Παράλληλα με τη διακόσμηση του εσωτερικού με μάρμαρα και άλλα αρχιτεκτονικά μέσα, οι εκκλησίες στολίζονται με ζωγραφιές, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, με ξυλόγλυπτα εικονοστάσια, θρόνους και προσκυνητάρια, με φορητές εικόνες και άλλα. Οι παραστάσεις από ψηφιδωτά και τοιχογραφίες ιεραρχούνται και έχουν τη δική τους Θέση ανάλογα με το τι απεικονίζουν. Ψηλά στον τρούλο είναι η μορφή του Χριστού-Παντοκράτορα: στο θόλο ή ψηλά στους τοίχους σκηνές από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας, πιο χαμηλά παραστάσεις αγίων κτλ., ενώ στο τεταρτοσφαίριο του ιερού απεικονίζεται η Θεοτόκος δεόμενη, όρθια με υψωμένο τα χέρια ή καθιστή σε θρόνο.

Η χριστιανική τέχνη γενικά από την πρώτη κιόλας φάση της, την παλαιοχριστιανική, παρουσιάζεται λιτή, συμβολική, εσωτερική. Κι αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, γιατί η νέα θρησκεία προετοιμάζει τον άνθρωπο για την πραγματική, αιώνια ζωή που είναι πνευματική, άυλη και υπερκόσμια. Μερικά από τα πιο γνωστά σύμβολα που πρώτο χρησιμοποιήθηκαν και που επέζησαν για αιώνες είναι ο ιχθύς, το μονόγραμμα Χ Ρ, η άγκυρα, το πλοίο, η άμπελος, ο καλός ποιμήν κτλ. ‘Οσο κι αν η νέα θρησκεία είναι διαμετρικά αντίθετη προς την κρατούσα ειδωλολατρική κι όσο κι αν η χριστιανική τέχνη θέλει να εκφράσει μια κοσμοθεωρία με καινούρια εικαστική γλώσσα, αυτό δε θα το πετύχει ολοκληρωτικά κι απόλυτα, σχεδόν ποτέ, πολύ δε περισσότερο στους πρώτους αιώνες. Οι τύποι της αρχαιότητας θα κάνουν πάντα την εμφάνισή τους, ανεπαίσθητα ή αισθητά και θα σμίγουν με τους νέους τύπους.

‘Ετσι οι τοιχογραφίες, τα ψηφιδωτά και οι ανάγλυφες σαρκοφάγοι του 3ου και 4ου αιώνα, ιδίως στη Δύση (Ρώμη), αποκαλύπτουν ακριβώς μια παλαιοχριστιανική τέχνη όχι απλώς επηρεασμένη αλλά βασισμένη σε παγανιστικά πρότυπα. Ο Χριστός για παράδειγμα στα πρώτα αυτά έργα παριστάνεται νεαρός και αγένειος σαν αρχαίος έφηβος. Σ’ ένα μάλιστα ψηφιδωτό, αρχές 4ου αι., στο υπόγειο του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, ο Χριστός παριστάνεται σαν ήλιος σε άρμα που σέρνουν άλογα, μια ακόμα έκδοση του Απόλλωνα, ενώ παραστάσεις του «Καλού Ποιμένα» Θυμίζουν το «Μοσχοφόρο» της αρχαϊκής τέχνης· άλλες παραστάσεις του Δαβίδ με το λιοντάρι έλκουν μια μακρινή καταγωγή από τη Μεσοποταμία μέσω της αρχαίας Ελλάδας. Ακόμα και οι απεικονίσεις αγίων Θυμίζουν αρχαίους φιλοσόφους.

http://www.istoriatexnis.1sweethost.com/byzantini.htm

2 σχόλια:

  1. Παρα πολυ ωραιο αρθρο! Καλογραμμενο και αναλυτικο, με βοηθησε πολυ με μια εργασια μου. Ευχαριστω :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαιρετική ανάλυση κ παρουσίαση του χαρακτήρα της βυζαντινής εν τω συνόλω τέχνης!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ Σ΄ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ Σ΄ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

ΤΟ ΚΟΚΟΡΑΚΙ

ΤΟ ΚΟΚΟΡΑΚΙ

ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΟΜΟΡΦΗ ΗΜΕΡΑ

ΟΜΟΡΦΗ ΗΜΕΡΑ

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΕΣ

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΕΣ

ΣΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ

ΣΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ

ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ